ποικιλοφωνία

ποικιλοφωνία
η, Ν [ποικιλόφωνος]
(ιδίως σχετικά με τραγούδι) η κάμψη και το λύγισμα τής φωνής σε ποικίλους μουσικούς τόνους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”